- ἐμπνεόμενος
- ἐμπνέωblowpres part mp masc nom sg (epic doric ionic aeolic)ἐμπνέωblowpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
έποχος — ἔποχος, ον [επ έχω] (Α) 1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.) 2. εκείνος που κάθεται σταθερά πάνω στο άλογο 3. ο γυμνασμένος στην ιππασία 4. πλωτός 5. μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
θεήπνους — θεήπνους, ουν και οος, οον (Μ) εμπνεόμενος από τον θεό, θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεη (βλ. θεο ) + πνους (< πνέω), πρβλ. ευδιά πνους, καλλί πνους] … Dictionary of Greek
προσκοπισμός — Παιδαγωγική οργάνωση με εξωσχολικό χαρακτήρα, που γεννήθηκε στην Αγγλία και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδρυτής της είναι ο Άγγλος στρατηγός Ρόμπερτ Μπάντεν Πάουελ, που κατά τον πόλεμο των Μπόερς οργάνωσε ένα σώμα παιδιών αγγελιαφόρων. Η… … Dictionary of Greek
Βαλμίκι — Ινδός ποιητής στον οποίο αποδίδεται το επικό ποίημα Ραμαγιάνα. Καμιά αξιόπιστη πληροφορία δεν έχουμε για την προσωπικότητά του και για την εποχή που έζησε, εκτός από μερικά μυθολογικά στοιχεία, που σχετίζονται με αυτόν, στο ίδιο το ποίημα.… … Dictionary of Greek
Βαν Γκογκ, Βίνσεν — (Vincent Van Gogh, Γκρόοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ σιρ Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει,… … Dictionary of Greek
Γκόντγουιν, Γουίλιαμ — (William Godwin, 1756 – 1836).Άγγλος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το 1797 παντρεύτηκε τη Μαίρη Γουόλστοουνκραφτ η οποία πέθανε λίγο μετά, κατά τον τοκετό του μοναδικού τους παιδιού, της Μαίρης Γκόντγουιν, που αργότερα έγινε σύζυγος του διάσημου… … Dictionary of Greek
Γουέτζγουντ, Τζοσάια — (Josiah Wedgwood, Μπάρσλεμ 1730 – Χάνλεϊ 1795). Άγγλος κεραμουργός. Από το επίθετό του ονομάζονται τα κεραμικά που είναι κατασκευασμένα από γαλαζοπράσινο ή λευκό υλικό δικής του επινόησης. Εργάστηκε αρχικά στο κεραμοποιείο του πατέρα του μαζί με… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek